- επανακλίνω
- ἐπανακλίνω (Α)1. κατακλίνω κάποιον, τόν ξαπλώνω πάνω σε κάτι2. ιατρ. κατευθύνω τη μία βαλβίδα τής καρδιάς προς την άλλη3. κατευθύνω πίσω, οδηγώ πίσω, παίρνω πίσω κάτι που έδωσα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… … Dictionary of Greek